λιθοσφαιρικός

λιθοσφαιρικός
-ή, -ό
γεωλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθόσφαιρα
2. φρ. «λιθοσφαιρική πλάκα» — τεκτονική ενότητα, παγκόσμιας κλίμακας, που αποτελεί σφαιρικό κάλυμμα με άκαμπτη μηχανική συμπεριφορά και με πάχος 100 περίπου χιλιόμετρα, αλλ. τεκτονική πλάκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lithospherique < litho- (< λιθ[ο]-*) + spherique (< σφαιρικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”